ανθρωπομορφισμός

ανθρωπομορφισμός
H τάση να αποδίδεται ανθρώπινη φύση στις θεότητες. O όρος, με μια σημασία πιο πρόσφατη και γενική, υποδηλώνει επίσης κάθε συλλογισμό ή φιλοσοφική θεωρία που, για να εξηγήσει ό,τι δεν είναι άνθρωπος (θεός, φυσικά, βιολογικά και άλλα φαινόμενα), εφαρμόζει σε αυτό έννοιες που τις δανείζεται από τη φύση και την ανθρώπινη συμπεριφορά. Ενώ οι πολυθεϊστικές θρησκείες, όπως αυτή των αρχαίων Ελλήνων, απέδιδαν με μεγάλη ευκολία ανθρώπινα αισθήματα στους θεούς τους, οι μονοθεϊστικές θρησκείες προσπάθησαν κατά κανόνα να αναπαραστήσουν με τρόπο λιγότερο ανθρώπινο το θείο. Ωστόσο, η λαϊκή μορφή των θρησκειών αυτών του απέδιδε ιδιότητες, όπως η δύναμη και η καλοσύνη, που πλησίαζαν προς τον άνθρωπο. Χρειάστηκε λοιπόν η φιλοσοφική θεώρηση των θρησκευτικών θεμάτων για να γίνει μια συστηματική κριτική του α.· η φιλοσοφία του Σπινόζα προχώρησε πιο πέρα από όλες τις άλλες στην κριτική αυτή. Επειδή, κατά τον Σπινόζα, θεός είναι ταυτόχρονα και η φύση, μπορεί να θεωρηθεί ότι η Ηθική του (Ethica ordine geometrico demonstrata,1677) περιέχει μία κριτική του α. με τη σύγχρονη και ευρύτερη έννοια του όρου. Έτσι, ο Σπινόζα καταδικάζει την τελεολογία που αποδίδει στη φύση προθέσεις: καθετί που παράγεται μέσα στη φύση παράγεται με καθορισμένο τρόπο και, αν οι άνθρωποι φαντάζονται πως υπάρχει μια προσωποποιημένη φύση που επιδιώκει διάφορους σκοπούς, αυτό σημαίνει ότι προβάλλουν σε αυτή την αναπαράσταση (εξίσου απατηλή, κατά τον Σπινόζα) της δικής τους ελευθερίας. Ο Σπινόζα μας προσφέρει έτσι το πρότυπο για ό,τι o Ζ. Μπασελάρ έμελλε να αποκαλέσει ψυχανάλυση της γνώσης.
* * *
ο
1. η τάση των ανθρώπων να παριστάνουν τον θεό ή τους θεούς με ανθρώπινη μορφή και να αποδίδουν σ' αυτούς ανθρώπινες ιδιότητες
2. παράσταση και ερμηνεία κάθε πραγματικότητας σύμφωνα με ανθρώπινα σχήματα και μέτρα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ανθρωπομορφισμός — ο και ανθρωπομορφία, η απόδοση στο θεό μορφής και ιδιοτήτων ανθρώπου: Την αρχαία ελληνική θρησκεία τη χαρακτήριζε ανθρωπομορφισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανθρωποπάθεια — η (Α ἀνθρωποπάθεια) νεοελλ. ανθρωπομορφισμός αρχ. τα ανθρώπινα αισθήματα …   Dictionary of Greek

  • θεός — Το υπέρτατο ον. Κατά τη θρησκευτική σκέψη είναι αιώνιο, δημιουργός και συντηρητής, πρώτη αιτία, άπειρη και μυστηριώδης, όλων όσα υπάρχουν. Στον πρωτόγονο άνθρωπο, η ιδέα του Θ. διαμορφώθηκε σε σχέση με τις τεράστιες ανάγκες, τα εμπόδια και τους… …   Dictionary of Greek

  • Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”